- ὄλυνθος
- незрелая смоква или фига (растет зимой, но не достигая зрелости опадает весной).
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ὄλυνθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλυνθος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
Όλυνθος — Sp Òlintas Ap Όλυνθος/Olynthos L R Graikija (Chalkidikė) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Όλυνθος — η αρχαία πόλη και σύγχρονο χωριό της Χαλκιδικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀλύνθοις — Ὄλυνθος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλύνθοις — ὄλυνθος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλύνθου — Ὄλυνθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλύνθου — ὄλυνθος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλύνθους — Ὄλυνθος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλύνθους — ὄλυνθος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)